- συγκαταρρίπτω
- Αρίχνω μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὅν τινα Τένην διαβολὴ μητρυιᾱς... συγκατέρριψε διὰ τοῡ πατρὸς Κύκνου εἰς θάλασσαν», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταρριπτεῖ — συγκαταρρῑπτεῖ , συγκαταρρίπτω throw down together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκαταρρῑπτεῖ , συγκαταρρίπτω throw down together pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταρριπτεῖν — συγκαταρρῑπτεῖν , συγκαταρρίπτω throw down together pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταρριφέντες — συγκαταρρῑφέντες , συγκαταρρίπτω throw down together aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέρριψαν — συγκατέρρῑψαν , συγκαταρρίπτω throw down together aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέρριψε — συγκατέρρῑψε , συγκαταρρίπτω throw down together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέρριψεν — συγκατέρρῑψεν , συγκαταρρίπτω throw down together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)